- χαρτοπαίζω
- χαρτόπαιξα, παίζω χαρτιά, είμαι χαρτοπαίχτης: Χαρτοπαίζει κάθε βράδυ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτοπαίζω — βλ. πίν. 23 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαρτοπαίζω — Ν παίζω χαρτιά, παίζω παιχνίδια με τραπουλόχαρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + παίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίβος] … Dictionary of Greek
χαρτοπαικτώ — έω, Ν χαρτοπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα Ιήτη] … Dictionary of Greek